διεκπίπτω

διεκπίπτω
(Μ διεκπίπτω) [εκπίπτω]
μσν.- νεοελλ.
(για παροιμίες, φράσεις, λέξεις κ.λπ.) παίρνω άλλη σημασία, διαμορφώνομαι
αρχ.
1. εξέρχομαι, ξεφεύγω μέσα από κάτι
2. διαφεύγω, ξεφεύγω
3. αφιδρώνω
4. καταφεύγω («φυγεῑν ἐκ Κορίνθου καὶ διεκπεσεῑν εἰς Θήβας»)
5. αστοχώ, αποτυχαίνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διεκπίπτω — διεκπί̱πτω , διά ἐκπίτνω pres subj act 1st sg διεκπί̱πτω , διά ἐκπίτνω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …   Dictionary of Greek

  • συνδιεκπίπτω — Α διαφεύγω μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διεκπίπτω «εξέρχομαι, ξεφεύγω, διαφεύγω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”