- διεκπίπτω
- (Μ διεκπίπτω) [εκπίπτω]μσν.- νεοελλ.(για παροιμίες, φράσεις, λέξεις κ.λπ.) παίρνω άλλη σημασία, διαμορφώνομαιαρχ.1. εξέρχομαι, ξεφεύγω μέσα από κάτι2. διαφεύγω, ξεφεύγω3. αφιδρώνω4. καταφεύγω («φυγεῑν ἐκ Κορίνθου καὶ διεκπεσεῑν εἰς Θήβας»)5. αστοχώ, αποτυχαίνω.
Dictionary of Greek. 2013.